- εὐπραγίας
- εὐπρᾱγίᾱς , εὐπραγίαwelfarefem acc plεὐπρᾱγίᾱς , εὐπραγίαwelfarefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
добродьньство — ДОБРОДЬНЬСТВ|О (5*), А с. Счастливая жизнь, благополучие: тѣмь и Б҃ъ всѩ прошень˫а ѥго свершаше. и исполни лѣта ѥго в доброд҃ньствѣ. ЛЛ 1377, 98 (1125); члвч(с)кое доброд҃ньство. (εὐημερία) ГБ XIV, 100б; и чл҃вчскаго же ради добродѣнства (τῆς...… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
νεμεσώ — νεμεσῶ, άω (ΑΜ, Α και νεμεσσῶ, άω) 1. (συν. για τους θεούς) αισθάνομαι δίκαιη οργή και αγανάκτηση για την παρά την αξία κάποιου ευτυχία ή δυστυχία του («τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἄλγεα δῶκαν ὀπίσσω», Ησίοδ.) 2. (για ανθρώπους) οργίζομαι με κάποιον… … Dictionary of Greek